- καθυβρίζω
- μετ. бранить, поносить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καθυβρίζω — treat despitefully pres subj act 1st sg καθυβρίζω treat despitefully pres ind act 1st sg καθῡβρίζω , καθυβρίζω treat despitefully pres subj act 1st sg καθῡβρίζω , καθυβρίζω treat despitefully pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυβρίζω — (AM καθυβρίζω, Α ιων. τ. κατυβρίζω) μεταχειρίζομαι κάποιον με αυθάδεια, με περιφρόνηση, υβριστικά, βρίζω κάποιον με χυδαίες ύβρεις, εξυβρίζω («καθυβρίζουσα καί σε καὶ τὰ σά», Σοφ.) αρχ. υπερηφανεύομαι («αἱ πόλεις, κἄν εὖ τις οἰκῆ ῥαδίως… … Dictionary of Greek
καθυβρίζω — καθύβρισα, καθυβρίστηκα, καθυβρισμένος, βρίζω κάποιον κατά το χειρότερο τρόπο: Έφυγα καθυβρισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθυβρίζετε — καθυβρίζω treat despitefully pres imperat act 2nd pl καθυβρίζω treat despitefully pres ind act 2nd pl καθῡ̱βρίζετε , καθυβρίζω treat despitefully imperf ind act 2nd pl καθῡβρίζετε , καθυβρίζω treat despitefully pres imperat act 2nd pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυβρίσω — καθυβρίζω treat despitefully aor subj act 1st sg καθυβρίζω treat despitefully fut ind act 1st sg καθῡ̱βρίσω , καθυβρίζω treat despitefully aor ind mid 2nd sg καθῡβρίσω , καθυβρίζω treat despitefully aor subj act 1st sg καθῡβρίσω , καθυβρίζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυβρίζῃ — καθυβρίζω treat despitefully pres subj mp 2nd sg καθυβρίζω treat despitefully pres ind mp 2nd sg καθυβρίζω treat despitefully pres subj act 3rd sg καθῡβρίζῃ , καθυβρίζω treat despitefully pres subj mp 2nd sg καθῡβρίζῃ , καθυβρίζω treat… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυβρίσει — καθυβρίζω treat despitefully aor subj act 3rd sg (epic) καθυβρίζω treat despitefully fut ind mid 2nd sg καθυβρίζω treat despitefully fut ind act 3rd sg καθῡβρίσει , καθυβρίζω treat despitefully aor subj act 3rd sg (epic) καθῡβρίσει , καθυβρίζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυβρίσουσι — καθυβρίζω treat despitefully aor subj act 3rd pl (epic) καθυβρίζω treat despitefully fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καθυβρίζω treat despitefully fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) καθῡβρίσουσι , καθυβρίζω treat… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυβρίσουσιν — καθυβρίζω treat despitefully aor subj act 3rd pl (epic) καθυβρίζω treat despitefully fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καθυβρίζω treat despitefully fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) καθῡβρίσουσιν , καθυβρίζω treat… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυβρίσῃ — καθυβρίζω treat despitefully aor subj mid 2nd sg καθυβρίζω treat despitefully aor subj act 3rd sg καθυβρίζω treat despitefully fut ind mid 2nd sg καθῡβρίσῃ , καθυβρίζω treat despitefully aor subj mid 2nd sg καθῡβρίσῃ , καθυβρίζω treat… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθυβρίζομεν — καθυβρίζω treat despitefully pres ind act 1st pl καθῡ̱βρίζομεν , καθυβρίζω treat despitefully imperf ind act 1st pl καθῡβρίζομεν , καθυβρίζω treat despitefully pres ind act 1st pl καθυβρίζω treat despitefully imperf ind act 1st pl (homeric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)